μελανέω

From LSJ
Revision as of 14:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανέω Medium diacritics: μελανέω Low diacritics: μελανέω Capitals: ΜΕΛΑΝΕΩ
Transliteration A: melanéō Transliteration B: melaneō Transliteration C: melaneo Beta Code: melane/w

English (LSJ)

v. μελάνω.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz werden, sich schwärzen, so erkl. Einige Il. 7, 63, οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον· μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς, als imperf., das Meer schwärzte sich; Aristarchs Ansicht bei Schol. Aristonic.: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐὰν μὲν γράφηται πόντος ὑπ' αὐτοῦ, ἔσται μελαίνεται ὁ πόντος ὑπὸ τοῦ Ζεφύρου· ἐὰν δὲ πόντον ὑπ' αὐτῇ, ἔσται μελαίνει δὲ πόντον ὁ Ζέφυρος ὑπὸ τῇ φρίκῃ. Sicherer ist An. Rh. 4, 1574, βένθος ἀκίνητον μελανεῖ, u. Callimach. ep. 8 (XII, 230), τὸν τὸ καλὸν μελανεῦντα; vgl. Philod. 10 (V, 121), μίκκη καὶ μελανεῦσα Φιλαίνιον; Arat. 836 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνέω: становиться черным, чернеть Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελανέω: ἴδε ἐν λ. μελάνω.

Greek Monotonic

μελανέω: = μελάνω, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελανέω, = μελάνω, Anth.]