μεταλλουργεῖον
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
τό, mine, D.S.5.38.
German (Pape)
[Seite 149] τό, Ort, wo Metalle verarbeitet werden, D. Sic. 5, 38.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλουργεῖον: τό, μεταλλεῖον, Διόδ. 5. 38.