μακών
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
v. μηκάομαι. μάκων [ᾱ], μᾱκώνειον, μᾱκωνίς, v. μηκ-.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 de μηκάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκών: ἀρχαία ποιητ. μετοχ. τοῦ ἀορ. τοῦ μηκάομαι (ὃ ἴδε), Ὅμηρ.· - «μακών· βοήσας» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see μηκάομαι.
Greek Monotonic
μᾰκών: ποιητ. μτχ. αόρ. βʹ του μηκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκών: эп. part. aor. 2 к μηκάομαι.