μετάθετος

From LSJ
Revision as of 14:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρόμθετος Medium diacritics: μετάθετος Low diacritics: μετάθετος Capitals: ΜΕΤΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: metáthetos Transliteration B: metathetos Transliteration C: metathetos Beta Code: metadro/mqetos

English (LSJ)

ον, changed: changeable, τύχη Plb.15.6.8 (sed leg. εὐμεταθ-).

German (Pape)

[Seite 146] umgestellt, versetzt, verändert, Sp.; – veränderlich, ἡ τύχη, Pol. 15, 6, 8.

Russian (Dvoretsky)

μετάθετος: изменчивый, переменчивый (ἡ τύχη Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάθετος: -ον, μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, τύχη Πολύβ. 15. 6, 8.

Greek Monolingual

μετάθετος, -ον (Α) μετατίθημι
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολοςμεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετα + θετός, με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως].