μοσχοτόμος

From LSJ
Revision as of 09:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοτόμος Medium diacritics: μοσχοτόμος Low diacritics: μοσχοτόμος Capitals: ΜΟΣΧΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: moschotómos Transliteration B: moschotomos Transliteration C: moschotomos Beta Code: mosxoto/mos

English (LSJ)

μοσχοτόμον, slaughtering calves, i.e. sacrificer, Lat. victimarius, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 210] Kälber zerschneidend, schlachtend (?).

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοτόμος: -ον, ὁ τέμνων δηλ. σφάζων μόσχους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μοσχοτόμος, -ον (Α)
αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος, λιθο-τόμος.