νιμμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = ἡ κάθαρσις, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
νιμμός: ὁ, ἡ κάθαρσις, Ζωναρᾶς 1401, κλ.
Greek Monolingual
νιμμός, ὁ (Α)
(κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. -μός (πρβλ. τριμμός)].
German (Pape)
ὁ, Waschwasser, Sp., vgl. Lobeck Phryn. p. 193.