νυκταυγής
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: νυκταυγής | Medium diacritics: νυκταυγής | Low diacritics: νυκταυγής | Capitals: ΝΥΚΤΑΥΓΗΣ |
Transliteration A: nyktaugḗs | Transliteration B: nyktaugēs | Transliteration C: nyktavgis | Beta Code: nuktaugh/s |
ές, shining by night, Cat.Cod.Astr.1.173.
νυκταυγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει κατά τη νύκτα, λαμπερός κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].