ἐκπερονάω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
string together, χρησμούς Rev.Ét.Gr.4.281 (Erythrae).
Spanish (DGE)
atravesar, agujerear fig. Χριστὲ ... σῶμ' ἐμὸν ἐκπερόνησον Eudoc.Cypr.1.176.
German (Pape)
[Seite 772] mit einer Spange ausstechen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπερονάω: διὰ τῆς περόνης ἐκβάλλω, κεντῶν ἐκβάλλω, Νικήτ. Ἀνδρον. Κομν. 1, 6, σ. 189Α.