κόριψ
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
νεανίσκος, Hsch.; cf. κόρος (B). κορκόδειλος, κορκόδριλλος, κορκοδρίλλιον,
A v. κροκόδιλος. κορκόδρυα· ὑδρόρυα, Id. κόρκορα, a bird (Perg.), Id. κόρκορος, v. κόρχορος.
Greek Monolingual
κόριψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος σχηματισμός < κόρος + κατάλ. -ιψ].