κορμολογία

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμολογία Medium diacritics: κορμολογία Low diacritics: κορμολογία Capitals: ΚΟΡΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kormología Transliteration B: kormologia Transliteration C: kormologia Beta Code: kormologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

κορμολογία, ἡ (Α)
πάπ.
1. η συλλογή κορμών
2. η διευθέτηση της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + -λογία με σημ. «συλλογή» (< -λογῶ < -λογος < λόγος), πρβλ. καρπο-λογία, ψηφο-λογία.