ἔμπαισμα

From LSJ
Revision as of 16:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπαισμα Medium diacritics: ἔμπαισμα Low diacritics: έμπαισμα Capitals: ΕΜΠΑΙΣΜΑ
Transliteration A: émpaisma Transliteration B: empaisma Transliteration C: empaisma Beta Code: e)/mpaisma

English (LSJ)

ατος, τό, embossed work, Eust.883.54 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
incrustación χελωνίδα ἔχουσαν ἐμπαίσματα ἐλεφάντινα ID 1417A.1.103, 1425.2.18 (ambas II a.C.)
repujado Eust.883.55.

German (Pape)

[Seite 810] τό, das Eingeschlagene, in Metall getriebene Figuren u. Zierrathen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπαισμα: τό, κόσμημα ἐκ μετάλλου προσηρμοσμένον διὰ σφυρηλατήσεως ἐπὶ μεταλλίνου ἀγγείου ἢ ποτηρίου, καρφωτὸν κόσμημα, ἄλεισον … οἱονεὶ τὸ μὴ λεῖον, ἀλλὰ τραχὺ τοῖς ἐμπαίσμασιν Εὐστ. 883. 57.

Greek Monolingual

το (Μ ἔμπαισμα)
μετάλλινο κόσμημα προσαρμοσμένο με σφυρηλάτηση στην επιφάνεια μετάλλινου αγγείου.