γλήνη

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλήνη Medium diacritics: γλήνη Low diacritics: γλήνη Capitals: ΓΛΗΝΗ
Transliteration A: glḗnē Transliteration B: glēnē Transliteration C: glini Beta Code: glh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A eyeball, Il.14.494, Od.9.390; τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει, Ruf. Onom.24, cf. Poll.2.70; poet. eye, S.OT1277; Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.4.18.    II ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, perh. doll, plaything (since figures are reflected small in the pupil, cf. κόρη).    III socket of a joint, distd. from κοτύλη as being not so deep, Gal.2.736.    IV honeycomb, AB233, Hsch.    V = γλίνη (q. v.), Hdn. Gr.1.330.

Greek (Liddell-Scott)

γλήνη: ἡ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. ἐπειδὴ αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν εἴδωλον ἑτέρου μεγάλου πράγματος, πλαγγών, «κοῦκλα», ὡς τὸ κόρη, Λατ. pupilla, pupula· ἐπίπληξιςὕβρις παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ γλήνη, κρημνίσου, δειλὴ κόρη, Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ κοιλότης ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἄδηλος· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ γελάω, κτλ.).