ἀκατάχρηστος
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ον, unused, Eust.812.52, Gloss.
Spanish (DGE)
-ον
inusitado, ἀκρίβεια Eust.812.52, cf. Gloss.2.222.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάχρηστος: -ον, ἄχρηστος, ὃν δὲν μετεχειρίσθη τις, Εὐστ. 812. 52.
Greek Monolingual
ἀκατάχρηστος, -ον (Μ) καταχρῶμαι
άχρηστος ή αμεταχείριστος.