ἀνάλεκτος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον, select, choice, γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.Ep.9. -lectris, -idos, dub. in Ov.AA3.273 (v. ἀναληπτρίς).
Spanish (DGE)
-ον
escogido, seleccionado γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.Ep.9.1, παιδία SB 4425.3.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλεκτος: -ον, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, γυναῖκες ἀν. τὸ κάλλος Ἐπιστ. Σωκρ. 9.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀνάλεκτος) ἀναλέγω
1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος
2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκτα
υπολείμματα της τροφής μετά το δείπνο.