ἀνατοκισμός
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, compound interest, anatocism, Cic.Att.5.21.11, CIL10.3334.30 (Puteoli, iii A. D.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
interés compuesto Cic.Att.11.411, CIL 10.3334.30 (Pozzuoli III a.C.).
German (Pape)
[Seite 211] ὁ, Zins von Zins.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατοκισμός: ὁ, τὸ ἐπιβάλλειν τόκον ἐπὶ τόκου, ἀνατοκισμὸς ὡς καὶ νῦν, Κικ. π. Ἀττ. 5. 21, 11, Ἐπιγρ. Ὀρελλ. 4405.
Greek Monolingual
ο
η παραγωγή τόκου επί κεφαλαιοποιημένων τόκων.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατοκισμός: ὁ сложные проценты Cic.