ἀνθρωποπάθεια
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
[ᾰθ], ἡ, humanity, Alciphr.2.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
comportamiento, sentimiento humano Alciphr.4.16.8, de los dioses paganos, Eus.PE 3.15, LC 11 (p.224).
German (Pape)
[Seite 234] ἡ, menschliche Empfindung, sanftes Wesen, Alciphr. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποπάθεια: ἡ, ἀνθρώπινη φύσις, Ἀλκίφρ. 2.1
Greek Monolingual
η (Α ἀνθρωποπάθεια)
νεοελλ.
ανθρωπομορφισμός
αρχ.
τα ανθρώπινα αισθήματα.