ἁλτηρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, use of ἁλτῆρες, Artemid.1.57.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -εία Hsch.
halterofilia consistente en hacer ejercicios con las halteras y también en el lanzamiento de las mismas, Antyll. en Orib.6.34.1, cf. Artem.1.57, ἁλτηρεία· ἁφὴ τῆς χειρός Hsch.
German (Pape)
[Seite 110] ἡ, das Springen mit den Wuchtkolben, Sp.
Greek Monolingual
η ἁλτηρία, η (Α) ἁλτήρ
η χρήση αλτήρων, το πήδημα με τους αλτήρες.
Greek Monolingual
η ἁλτήρια, τα (Α) ἁλτήρ
μικροί αλτήρες.