μεταλλείο

From LSJ
Revision as of 15:06, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το (Α μεταλλεῖον) μέταλλο
νεοελλ.
1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο
2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονίαείναι μεταλλείο φιλοσοφίας»)
β) αστείρευτη πηγή πλούτου («το βιολί του είναι γι' αυτόν μεταλλείο)
αρχ.
μέταλλοσίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα», Πλάτ.).