σκέπτομαι

From LSJ
Revision as of 19:41, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπτομαι Medium diacritics: σκέπτομαι Low diacritics: σκέπτομαι Capitals: ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: sképtomai Transliteration B: skeptomai Transliteration C: skeptomai Beta Code: ske/ptomai

English (LSJ)

Il.17.652, Thgn.1095, and Ion., Hdt.3.37, al., Hp.Prog.2, Herod.7.92; but Att. writers (before Arist.) hardly ever have the pres. and impf. σκέπτομαι, ἐσκεπτόμην (exc. Pl.La.185b, Alc.2.140a; in Th.8.66, Bauer restored plpf. προὔσκεπτο), but use σκοπῶ or σκοποῦμαι as pres., and take the other tenses from σκέπτομαι, fut.

   A σκέψομαι Ar.Pax 29, Th.6.40, etc.; aor. ἐσκεψάμην A.Ch.229, S.Aj.1028, E.Ion 206 (lyr.), Th.6.38, etc.; pf. ἔσκεμμαι E.Heracl.147, Hp.VM24, etc.: cf. σκοπέω:—but the pf. is used also in pass. sense, as also some other tenses, v. infr. 11.4.    I look about carefully, spy, σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑταίρους Od. 12.247; so σκέψασθε δ' ἐς τόνδ' E.Hipp.943: c. acc., σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων he looked after the whistling of the darts (so as to shun them), Il.16.361; σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Thgn.1095; σκεπτόμενος τοὺς νεκρούς Hdt.3.37; σκέψαι . . βόστρυχον τριχός look well at it, A.Ch.229; τὴν ἔγχελυν Ar.Ach.889; κλόνον E.Ion206 (lyr.); τὰ ἔνδον X.HG4.4.8; τιν' ἐς δὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι looking into you and seeing . ., E.Heracl.147: folld. by an Interrog., σκέπτεο νῦν... αἴ κεν ἴδηαι Il.17.652; σ. πόθεν ἡ στάσις, ἢ τίς ὁ θρύλλος Batr.135; τί εἴη τὸ κωλῦον X.An.4.5.20; εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ib.7.3.42: abs., look at, examine, Hdt.4.196; σκέψασθε, παῖδες look, lads! Ar.Eq.419.    2 examine, τῷ δακτύλῳ τι Hp.Nat.Mul.7.    II later of the mind, view, examine, consider, σκέψασθε . . τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν S.Aj.1028; σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον Id.OT584; ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην Th.6.38, etc.; τὸ δίκαιον E.Or.494; μηδὲν ἐσκέφθαι δίκ. D.21.192; πρὸς ἑαυτόν τι Pl.Phd.95e; ἐκ τῶνδε σκέψαι from these facts, X.Mem.2.6.38, cf. D.2.17; περί τινος Pl.La.185c, Cra.401a; σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων judge by what children do, Ar.Pl.576; ἐν σοὶ σκεψώμεθα Pl.Sph. 239b: abs., σκέψασθέ νυν ἄμεινον E.Or.1291; σκεψώμεθα δή Ar.Th. 802; σκέψασθε δέ· only consider, to call people's attention to a point, Antipho 6.41, Th.1.143: folld. by a clause with οἷος, ὁποῖος, ὡς, A. Pr.1014, S.Tr.1077, E.IA1377, etc.; by ὅτῳ τρόπῳ, Th.1.107; by πῶς... πόθεν... πότερον . . ἤ . ., X.An.4.5.22, 5.4.7, 3.2.20, etc.; by εἰ, consider whether or no, S.El.442, Ar.Pax 29, Eq.1141, X.An.3.2.22; in full, σ. τοῦτο, εἰ . . S.OT584; τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα Arist.EN1103b28.    2 rarely, think or deem a thing to be so and so, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Pl.Lg.854c.    3 think of beforehand, provide, σκεπτόμεθα τἀναγκαῖ' ἑκάστης ἡμέρας Philem.120; τὸ συμφέρον Pl.R.342a; prepare, premeditate, λόγους D.24.158; εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἥκει Id.1.1: c. inf., plan, Th.8.63.    4 pf. in pass. sense, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται with consideration, Id.7.62; σκοπεῖτε οὖν. Answ. ἔσκεπται Pl.R.369b, cf. X.HG3.3.8, D.21.191, 61.7: also 3 fut. Pass. ἐσκέψεται Pl.R.392c; aor. ἐσκέφθην, ες τὸ σκεφθῆναι for observation, Hp.de Arte 11; aor. 2 and fut. 2 ἐσκέπην (ἐπ-) , σκεπήσομαι (ἐπι-), LXX Nu.1.19, 1 Ki.20.18.

German (Pape)

[Seite 892] um sich sehen, sich umsehen, umherblicken, nach Etwas, bes. aus der Ferne, indem man die Hand vor die Augen hält, vorsichtig oder spähend umherblicken; σκέπτετ' ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, er schau'te sich um nach dem Rauschen, Il. 16, 361; σκέπτεο νῦν, εἴ κεν ἴδηαι, schau dich um, ob du etwa siehst, 17, 652; auch ἐς νῆα, μεθ' ἑταίρους, Od. 12, 247. Bei den Tragg. nicht im praes., vgl. Elmsl. zu Eur. Heracl. 148; σκέψαι δέ, οὶός σε χειμὼν ἔπεισι, Aesch. Prom. 1016, vgl. Ch. 228; σκέψαι δ' ὁποίας ταῦτα συμφορᾶς ὕπο πέπονθα, Soph. Tr. 1066, betrachten, τὴν τύχην, Ai. 1007, σκέψαι τὴν σὴν ἐλπίδα, Eur. Herc. Eur. 295, auch σκέψασθε εἰς τόνδε, Hipp. 943; τίν' εἰς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένον, Heracl. 148; Ar. Pax 29 Eccl. 749; in Prosa, wo auch das praes. selten ist (s. σκοπέω) und außer Plat. Lach. 185 b Alc. II, 140 a erst bei Sp. vorkommt ἰκατεσκέπτετο Pol. 3, 94, 71; ἔδοξε σκέψασθαι, ὅτῳ τρόπῳ ἀσφαλέστατα διαπορεύσονται, Thuc. 1, 107; auch absol., eingeschoben, σκέψασθε δέ, ib. 143; das perf. in passiver Bdtg, πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, 7, 62, wie Plat. Rep. II, 369 b; u. dah. auch fut. ἐσκέψεται = es wird erforscht sein, III, 392 c; ἐσκεμμένα λέγειν, Xen. Hell. 3, 3, 8; wie ἔσκεπται, Arist. gen. et interit. 1, 2, ὡς ἐσκεμμένα καὶ παρεσκευασμένα πάντα λέγω, Dem. 21, 191, wo gleich darauf ἐσκέφθαι neben μεμελετηκέναι in activer Bdtg folgt, die auch sonst vorherrscht, wie Plat. Prot. 317 b 339 b; ὅτι τὴν φύσιν ἔσκεπται καὶ τὴν αἰτίαν ὧν πράττει, Gorg. 501 a; δοκεῖς γάρ μοι αὐτός τε ἐσκέφθαι τὰ τοιαῦτα καὶ παρ' ἄλλων μεμαθηκέναι, Crat. 428 b; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος, bei sich überlegend, Phaed. 95 e, wie κοινῇ σκεψάμενοι πρὸς ὑμᾶς αὐτούς, Tim. 20 b; σκεψομένους, πῶς ἔχοιεν, Xen. An. 4, 5, 22; πόθεν ἂν λάβοιτε, 5, 4, 7; πότερον – ἤ, 3, 2, 20 u. oft; οὐκ ήμέληκας, ἀλλ' ἔσκεψαι, Mem. 3, 6, 13; εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἤκει τις, Dem. 1, 1. – Ein aor. pass. ἐσκέπην, gemustert werden, findet sich bei LXX.