διαπληκτισμός
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ὁ,
A sparring, disputing, wrangling, πρὸς Σωκράτην περί τινος Plu.2.710c(pl.); δ. τε καὶ ὀργαί Porph. Marc.2.
German (Pape)
[Seite 596] ὁ, Streit, Neckerei, πρὸς τὸν Σωκράτη Plut. Sympos. 7, 7.