εὐπράγημα
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
ατος, τό, a success, in war, in plural, App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπράγημα: τό, ἐπιτυχία ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν κατόρθωμα, Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.
Greek Monolingual
εὐπράγημα, τὸ (Α) ευπραγώ
1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία
2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα
τα πολεμικά κατορθώματα.
German (Pape)
[ρᾱ], τό, das glückliche Unternehmen, App. B. Pun. 4 und öfter.