εὐφίλητος

Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

η, ον, wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.

Greek Monolingual

εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].

Greek Monotonic

εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφίλητος: горячо любимый (πόλις Aesch.).

Middle Liddell

εὐ-φίλητος, η, ον φιλέω
well-beloved, Aesch.