εὔθυνσις
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
εως, ἡ, (εὐθύνω) straightening, opp. κάμψις, Arist. Mete.386a7, IA708b24; τῆς ῥινός Gal.18(1).481.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, das Gerademachen, Lenken, Richten, Sp. die gerade Richtung; Ggstz κάμψις, Arist. Meteor. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθυνσις: -εως, ἡ, (εὐθύνω) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κάμψις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· εὔθυνσις τῆς διεστραμμένης ῥινός, «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.
Greek Monolingual
εὔθυνσις, ἡ (Α) ευθύνω
το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ.
Russian (Dvoretsky)
εὔθυνσις: εως ἡ выпрямление (ἔστι εὔ. ἡ εἰς εὐθὺ μεταβολή Arst.).