Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
Full diacritics: εὔνυμφος | Medium diacritics: εὔνυμφος | Low diacritics: εύνυμφος | Capitals: ΕΥΝΥΜΦΟΣ |
Transliteration A: eúnymphos | Transliteration B: eunymphos | Transliteration C: eynymfos | Beta Code: eu)/numfos |
εὔνυμφον, of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.
εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.