εὔπτορθος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, finely branching, of horns, APl.4.96.4.
German (Pape)
[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.
Greek Monolingual
εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].
Greek Monotonic
εὔπτορθος: -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.