οἰκοσιτία
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ἡ, living at one's own expense, Poll.6.36.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.
Greek Monolingual
οἰκοσιτία, ἡ (Α) οικόσιτος
το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.