ταγηνίας
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ου, ὁ, pancake, Magn.1, Cratin.125, Metag.6, Nicopho 15.
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, = ταγηνίτης; Nicophon bei Ath. XIV, 645 c; Cratin. ib. 645 d.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰγηνίας: ὁ, τηγανίτης, κοινῶς «τηγανίτα», Μάγνης ἐν «Διονύσῳ» (ἢ Διονύσῳ δευτέρῳ) 2, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 8, Μεταγέν. ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2, πρβλ. ταγηνίτης, τηγανίτης.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
τηγανίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον + κατάλ. -ίας (πρβλ. οβελίας)].