τελεστός

From LSJ
Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεστός Medium diacritics: τελεστός Low diacritics: τελεστός Capitals: ΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: telestós Transliteration B: telestos Transliteration C: telestos Beta Code: telesto/s

English (LSJ)

ή, όν, fulfilled, ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν dub. in IG22.4548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ-τος, ὀψιτέλεσ-τος. Η μαρτυρία του απλού τελεσ-τός είναι αμφίβολη].

German (Pape)

adj. verb. von τελέω, vollendet, eingeweiht, Sp.