τετραετία

From LSJ
Revision as of 09:38, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰετία Medium diacritics: τετραετία Low diacritics: τετραετία Capitals: ΤΕΤΡΑΕΤΙΑ
Transliteration A: tetraetía Transliteration B: tetraetia Transliteration C: tetraetia Beta Code: tetraeti/a

English (LSJ)

ἡ, term of four years, Thphr.CP3.7.7, Plu.Pomp.55, IG22.333c17 (iv B.C.), 9(1).12.10 (Ambryssus, iii A.D., where τετραετ[εί]ᾳ).

German (Pape)

[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Plut. Luc. 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
durée de quatre ans.
Étymologie: τετραετής.

Greek (Liddell-Scott)

τετραετία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7, Πλουτ. Πομπ. 55, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τετραετής
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε υπουργός μια ολόκληρη τετραετία» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς ἄλλην τετραετίαν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

τετραετία: ἡ, χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰετία:четырехлетие Plut.

Middle Liddell

τετραετία, ἡ, [from τετραετής
a term of four years, Plut.