τριοῦχος
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
τριοῦχον, containing three or the τριάς, μονάς Procl. ap. Lyd. Mens.2.6, cf. Dam.Pr.117.
Greek (Liddell-Scott)
τριοῦχος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ἢ τρία, Δαμάσκ. ἐν τοῖς Βεκκήρ. Ἀνεκδότ. σ. 1425.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρεις μονάδες, τρία μέρη, τρία συστατικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -οῦχος].