τρωγλῖτις

From LSJ
Revision as of 13:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλῖτις Medium diacritics: τρωγλῖτις Low diacritics: τρωγλίτις Capitals: ΤΡΩΓΛΙΤΙΣ
Transliteration A: trōglîtis Transliteration B: trōglitis Transliteration C: troglitis Beta Code: trwgli=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, a kind of myrrh, Edict.Diocl. Delph.21, al., Gp.7.36.1, Alex.Trall.1.12: also τρωγλοδύτις [ῠ], ἡ, Gal.14.68, Alex.Trall.5.4; ἶρις τρωγλῖτις Gp.7.30.1; and τρωγλοδυτική, Dsc.1.64.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλῖτις: -ιδος, ἡ, εἶδος σμύρνης, σμύρνα τρωγλῖτις Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 40., 2. σ. 142, 4, σ. 223, κ. ἀλλαχοῦ· ἐνίοτε φέρεται τρωγλοδύτις, ὡς παρὰ Γαληνῷ τ. 13, σ. 885, καὶ τρωγλοδυτικὴ ἐν Διοσκ. 1. 77.

Spanish

troglitis

Greek Monolingual

(II)
-ίτιδος, η, ΜΑ
το φυτό σμύρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ῖτις. Ο τ. ισοδυναμεί πιθ. με τον τ. τρωγλοδύτις και έχει σχηματιστεί πιθ. από αυτόν με απλολογία].