τραγόκτονος
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ον, of slaughtered goats, αἶμα E.Ba.139 (lyr., -κτόνον codd.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγόκτονος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) αἷμα Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρόκτονος].
Greek Monotonic
τρᾰγόκτονος: -ον (κτείνω), αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους, σε Ευρ.
Middle Liddell
τρᾰγό-κτονος, ον, κτείνω
of slaughtered goats, Eur.