ἀρχε-
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
insep. Prefix (from ἄρχω),
A = ἀρχι-, with which it is sometimes interchanged, cf. ἀρχιθέωρος, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχε-: ἀχώριστον συνθετ. προθεματ. μέρος (ἐκ τοῦ ἄρχω), = ἀρχι-, πρὸς ὃ ἐνίοτε ἐναλλάσσεται, ἴδε ἀρχιθέωρος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 769.