ἀστυκός
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
v. ἀστικός.
Spanish (DGE)
v. ἀστικός.
German (Pape)
[Seite 379] = ἀστικός, vielleicht nur f. L., vgl. Bremi Lys. περὶ δημ. ἀσικ. 3. Bei Dem. 55, 11 hat Bekker auch ἀστικός; Theocr. 20, 4. 31 nach den meisten mss.
Greek Monolingual
ἀστυκός, -όν (Μ)
ο αστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερη γραφή του αστικός].