Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡλιοσκόπιος

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡλιοσκόπιος Medium diacritics: ἡλιοσκόπιος Low diacritics: ηλιοσκόπιος Capitals: ΗΛΙΟΣΚΟΠΙΟΣ
Transliteration A: hēlioskópios Transliteration B: hēlioskopios Transliteration C: ilioskopios Beta Code: *(hliosko/pios

English (LSJ)

ἡλιοσκόπιον, looking to the sun: ἡ τιθύμαλλος, sun-spurge, Euphorbia helioscopia, Dsc.4.164, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.39 (v.l. ἡλιοσκόπος), Plin.HN26.69.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοσκόπιος: -ον, βλέπων πρὸς τὸν ἥλιον, ἡλ. τιθύμαλος, «γαλατσίδα», Λατ. euphorbia hel., συμπεριφέρεται τούτου ἡ κόμη τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Διοσκ. 4. 165· ἡλιοσκόπιον, τό, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 11.

Greek Monolingual

-ο (Α ἡλιοσκόπιος, -ον) ηλιοσκόπος
αυτός που βλέπει προς τον ήλιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο
όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση του ήλιου για την ελάττωση της έντασης του φωτός του
αρχ.
φρ. «ἡλιοσκόπιος τιθύμαλλος» — είδος φυτού.