ὀκτάπηχυς
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
υ, eight cubits long, δοκός Inscr.Délos 290.174 (iii B. C.), Callix.2, cf. LXX 3 Ki.7.47(10), Plb.5.89.6, Str.3.5.5.
German (Pape)
[Seite 317] von acht Ellen; gen. ὀκταπήχους Pol. 5, 89, 6; ὀκταπήχεσι, Callix. bei Ath. V, 196 e; ἄγαλμα ὀκτάπηχυ, ib. 198 e.
Russian (Dvoretsky)
ὀκτάπηχυς: 2, gen. εος (ᾰ) протяжением в восемь пехиев (локтей) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάπηχῠς: υ, ὁ ἔχων μῆκος ὀκτὼ πήχεων, Πολύβ. 5. 89, 6, Στράβ. 170.
Greek Monolingual
-υ (Α ὀκτάπηχυς και ὀκτώπηχυς και, δωρ. τ. ὀκτάπαχυς)
αυτός που έχει μήκος οκτώ πήχεων («δοκὸς ὀκτάπηχυς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πήχυς].