ἴσανδρος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ἴσανδρον, (ἀνήρ) like a man, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1263] manngleich, Erkl. von ἀντιάνειρα, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἴσος ἀνδρί, ὅμοιος πρὸς ἄνδρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντιάνειραι.
Greek Monolingual
ἴσανδρος, -ον (Α)
ίσος ή όμοιος με άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτανδρος, πολύανδρος].