ὀρθολογία
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ἡ, correctness of language, Pl.Sph.239b.
German (Pape)
[Seite 375] ἡ, das richtige Reden, Plat. Soph. 239 b, περί τι.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθολογία: ἡ правильность речи, правильный язык Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθολογία: ἡ, ὀρθότης λόγου, Πλάτ. Σοφιστ. 239Β.
Greek Monolingual
η (Α ὀρθολογία)
το να εκφράζεται κάποιος σωστά, ορθοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -λογία].