ὁλόλευκος

From LSJ
Revision as of 15:10, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόλευκος Medium diacritics: ὁλόλευκος Low diacritics: ολόλευκος Capitals: ΟΛΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: holóleukos Transliteration B: hololeukos Transliteration C: ololefkos Beta Code: o(lo/leukos

English (LSJ)

ον, all white, τάριχος Antiph.186.3; χλαμύς Philetaer.20; στρόφιον Plu. Arat.53; ὄρνιθες Paus.8.17.3; albino, Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 325] ganz weiß; Antiphan. bei Ath. III, 118 d; Paus. 8, 17, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλευκος: -ον, κατάλευκος, ὁλόασπρος, «κάτασπρος», τάριχος ἀντακαῖον ἐν μέσῳ πῖον, ὁλόλευκον, θερμὸν Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 3· χλαμὺς Φιλέταιρ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Spanish

enteramente blanco

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).

Léxico de magia

-ον enteramente blanco de un gallo ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν ἀλεκτρυόνος τελείου ὁλολεύκου corta la cabeza de un gallo perfecto enteramente blanco P IV 36 ἔχων ὁλόλευκον ἀλέκτορα καὶ στρόβιλον toma un gallo enteramente blanco y una piña P II 73