ὑδρόμελι
From LSJ
κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
English (LSJ)
ιτος, τό, hydromel, later Gr. for μελίκρατον, Dsc.5.9, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.3, S.E. M.6.44, Sor.1.52, Gal.6.274.
German (Pape)
[Seite 1174] τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρόμελι: ιτος τό мед (напиток) Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρόμελι: -ιτος, τό, εἶδος ποτοῦ ἐκ μέλιτος μεθ’ ὕδατος μεμιγμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 44, Διοσκ. 5. 17, Γαλην., κλπ.· οἱ Ἀττικοὶ ἔλεγον αὐτὸ μελίκρατον, ἴδε Μοῖρ. 254.
Greek Monolingual
το / ὑδρόμελι, -μέλιτος, ΝΜΑ, και υδρομέλι Ν
είδος ποτού που παρασκευάζεται με αλκοολική ζύμωση διαλύματος μελιού σε νερό
νεοελλ.
συνεκδ. φαρμακευτικό σκεύασμα από το παραπάνω μίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + μέλι.