ὑμνητός
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ή, όν, sung of, praised, lauded, εὐδαίμων καὶ ὑ. Pi.P.10.22, cf. 11.61, LXXDa.3.56.
German (Pape)
[Seite 1178] adj. verb. von ὑμνέω, besungen, gepriesen, preiswürdig; Pind. ἀνὴρ εὐδαίμων καὶ ὑμνητός, P. 10, 22, vgl. 11, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐξυμνούμενος, ἐπαινούμενος, εὐδαίμων καὶ ὑμν. Πινδ. Π. 10. 34, πρβλ. 11. 93.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’être chanté ou célébré.
Étymologie: ὑμνέω.
English (Slater)
ὑμνητός celebrated in song εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.61)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑμνῶ
αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.
Greek Monotonic
ὑμνητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑμνέω, εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνητός: [adj. verb. к ὑμνέω достойный прославления (ἀνήρ Pind.).
Middle Liddell
ὑμνητός, ή, όν verb. adj. of ὑμνέω
sung of, praised, lauded, Pind.