ὑποφαύσκω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
begin to shine, ὑποφαύσκοντος at daybreak, Arist.Pr. 888b27; ὑποφαυσκούσης ἕω v.l. ib.938a32; cf. ὑποφώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφαύσκω: брезжить, рассветать: ὑποφαύσκοντος Arst. на рассвете.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφαύσκω: ἀρχίζω νὰ φέγγω. ὑποφαύσκοντος (δηλαδ. τοῦ ἡλίου) Ἀριστ. Προβλ. 8. 17, 1· πρβλ. ὑποφώσκω.
Greek Monolingual
Α
ὑποφώσκω, αρχίζω να φέγγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαύσκω «φωτίζω, φανερώνω»].