ὑποστροβέω
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
agitate inwardly, ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ A.Ag.1215.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστροβέω: досл. кружить, перен. потрясать, волновать (τινα Aesch. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστροβέω: ταράσσω ἐσωτερικῶς, ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215.
Greek Monotonic
ὑποστροβέω: ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.