ὑπόξυρος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὑπόξυρον, cut away as if by a razor, of an aquiline nose, Hp.Epid.6.8.26; γαστέρας, i.e. flattened, Id.Prorrh.2.23, as Littré (for ἀποζύμους of most codd.) after Gal.19.149, cf. Art.77 (v. ὑπόξηρος).
German (Pape)
[Seite 1228] = Folgdm, Galen. aus Hippocr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξῠρος: -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους (ἔνθα ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ἔνθα: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται ὑπόξηρος).
Greek Monolingual
-ον, Α
ο χωρίς προεξοχές, πεπλατυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ξυρος (< ξυρόν / ξυρός), πρβλ. κατά-ξυρος].