ἀντιδοξέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
=foreg., τινί or πρός τινα. Plb.2.56.1,16.14.4; τιν
Spanish (DGE)
ser de opinión contraria o diferente c. dat. y περί y gen. περὶ τῶν μεγίστων θεωρημάτων ἀλλήλοις ἀντιδοξοῦντες D.S.2.29, ἡμῖν περὶ τούτου Sch.Arat.Comm.19.23
•tb. c. πρός y ac. πρὸς αὐτούς Plb.16.14.4
•abs. ἐν πολλοῖς ἀντιδοξῶν καὶ τἀναντία γράφων αὐτῷ Plb.2.56.1, cf. Boeth.Stoic.3.267.
German (Pape)
[Seite 251] dasselbe, πρός τινα Pol. 16, 14, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδοξέω: τῷ προηγ., πρός τινα ἢ τινὶ Πολύβ. 2. 56., 1., 16, 14, 4· τινὶ περί τινος Διόδ. 2. 29· ἀντιδοξεῖ Στράβ. 110 (ὡς ὁ Μαδβίγ. αντί, ἄν τι, δόξει δ’).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδοξέω: высказывать противоположное мнение (τινι Polyb., Diod. и πρός τινα Polyb.).