χαρία
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
βουνός, Hsch.; also χάρεια in Hdn.Gr.2.603, Suid.
Greek Monolingual
χαρία και χάρεια Α
(κατά τον Ησύχ.) «βουνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μία ΙΕ ρίζα gher- «προεξέχω, διαπρέπω» και συνδέεται με τους τ. χοιράς «μικρός βράχος που προεξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας, σκόπελος» και χάρμη με σημ. «αιχμή του δόρατος, επιδορατίδα»].