ἐπισύνθεσις
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
εως, ἡ, addition, Vett.Val.280.13, Herm.in Phdr.p.107 A.; combination,S.E.M.1.22; τῶν μελῶν Longin.40.1; complexity, Marcellin.Puls.464.
German (Pape)
[Seite 987] ἡ, das Zusammensetzen u. Hinzufügen, ἡ πρὸς ἄλληλα Longin. subl. 10, a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισύνθεσις: εως ἡ присоединение, сложение (πλειόνων Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισύνθεσις: -εως, ἡ, περαιτέρω σύνθεσις ἢ σύνδεσις, συναρμογή, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 22· ἡ πρὸς ἄλληλα ἐπ. Λογγῖν. 40. 1
Greek Monolingual
ἐπισύνθεσις, ἡ (Α)
1. σύνδεση, συναρμογή
2. σύνθεση στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού.