ἆμαρ
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ατος, τό, Dor. for ἦμαρ.
Spanish (DGE)
v. ἦμαρ.
German (Pape)
[Seite 116] dor. = ἶμαρ, ἄματα Pind. P. 4, 156.
Greek (Liddell-Scott)
ἆμαρ: -ατος, τό, Δωρ. ἀντὶ ἦμαρ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἦμαρ.
English (Slater)
ἆμᾰρ day κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) opposed to night, ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα (P. 4.196) μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (P. 4.256) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113)
Greek Monotonic
ἆμαρ: Δωρ. αντί ἦμαρ.
Russian (Dvoretsky)
ἆμαρ: ἄματος τό дор. = ἦμαρ.