διαστείβω

From LSJ
Revision as of 11:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστείβω Medium diacritics: διαστείβω Low diacritics: διαστείβω Capitals: ΔΙΑΣΤΕΙΒΩ
Transliteration A: diasteíbō Transliteration B: diasteibō Transliteration C: diasteivo Beta Code: diastei/bw

English (LSJ)

A go through, across, ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4. II trample on, τινά Nonn.D.36.239.

Spanish (DGE)

1 atravesar, cruzar ríos y mares ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ διαστείβων Pi.Fr.221.4, δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷ Nonn.D.3.8, (habla un río a otro) γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοις Nonn.D.23.187.
2 pisar, hollar ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳ Nonn.D.32.250
fig., en teol. acuñar φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇ Cyr.Al.Cat.Ep.Hebr.1.8 (p.355).
3 pisotear, atropellar διαστείβων ἐλατῆρα pisando (el caballo) a su jinete Nonn.D.36.239.

German (Pape)

[Seite 603] hindurch schreiten, Pind. frg. 242; τινά, niedertreten, Nonn. D. 36, 239.

Greek (Liddell-Scott)

διαστείβω: διέρχομαι διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239.

English (Slater)

διαστείβω go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.

Greek Monolingual

διαστείβω (Α)
1. προχωρώ διά μέσου
2. καταπατώ.

Russian (Dvoretsky)

διαστείβω: проходить, проплывать (ναῒ θοᾷ Pind.).