λεπίδιον
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
τό, (λεπίς)
A small plate, capsule, used to close a tube, Hero Spir.1.3.
II a Syrian plant, pepperwort, Lepidium latifolium, used in cases of scurvy, Dsc.2.174, Gal.12.58, 13.350:—in Ath.3.119b, 9.385a. λέπιδι or λέπιδ-διν, τό.
German (Pape)
[Seite 29] τό, dim. von λεπίς, kleine Schuppe, Sp.; – eine syrische Gemüse- u. Arzneipflanze, Ath. III, 119 b u. IX, 385 a, wo λέπιδιν steht; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λεπίδιον: τό, (λεπὶς) μικρὰ λεπίς, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. 255, (κ. ἀλλ. λεπίς). ΙΙ. φυτόν τι τῆς Συρίας, τὸ ἄλλως καλούμενον γιγγίδιον, χρησιμεῦον ὡς ἰσχιαδικὸν ἐπίπλασμα, Διοσκ. 2. 205, Γαλην.: ― παρ’ Ἀθην. 119Β, 385Α, λέπιδι ἢ -διν, τό.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite plante médicinale dont les feuilles laiteuses donnent l'ὀξύγαλα.
Étymologie: λεπίς.